- πτέρνας
- πτέρνᾱς , πτέρναhamfem acc plπτέρνᾱς , πτέρναhamfem gen sg (doric aeolic)πτέρνᾱς , πτέρνηheelfem acc plπτέρνᾱς , πτέρνηheelfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραιβοϊπποποδία — η, Ν ιατρ. συγγενής συστροφή τού άκρου ποδιού με κάμψη τής πτέρνας προς τα επάνω και το πρόσθιο τμήμα τού ποδιού στραμμένο προς τα έσω και σε κάμψη ως προς την πτέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «κυρτός, καμπύλος» + ίππος + ποδία (< πους < πούς… … Dictionary of Greek
όκλαση — η (Α ὄκλασις) [οκλάζω] καθιστική στάση με κάμψη τών γονάτων («λέγεται τὸ ἐπὶ τὰς κνήμας καὶ τὰς πτέρνας κάμψαντα τὰ γόνατα καθίσαι», Ιπποκρ.) νεοελλ. όρος τής γυμναστικής ο οποίος δηλώνει τη θέση τού σώματος κατά την οποία κάμπτονται τα γόνατα… … Dictionary of Greek